ιχθυολογικός

ιχθυολογικός
-ή, -ό
αυτός που έχει σχέση με την ιχθυολογία: Ιχθυολογικές μελέτες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ιχθυολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιχθυολογία («ιχθυολογικές έρευνες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1814 στον Αδ. Κοραή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”